- καρποφόρους
- καρπόφοροςfruit-bearingmasc/fem acc plκαρποφόροςmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καρποφόρους — Καρποφόροι masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπανάνα — Τροπικό φρούτο, εδώδιμο, θρεπτικό, που παράγεται από μερικά φυτά (μπανανιές), που βοτανικά ανήκουν στο γένος μούσα (οικογένεια μουσίδες, μονοκοτυλήδονα). Οι μπανανιές έχουν ψευτοκορμό όρθιο, ύψους 5 6 μ., σχηματισμένο από τους χοντρούς κολεούς… … Dictionary of Greek
σηκώτιο — το, Ν (μυκητ.) γένος βασιδιομυκήτων που ανήκει στην τάξη υμενογαστρώδη τής κλάσης γαστερομύκητες και τού οποίου τα είδη αναπτύσσονται στην επιφάνεια τού εδάφους και έχουν τελείως κλειστούς καρποφόρους που μοιάζουν με τα μανιτάρια τρούφες … Dictionary of Greek